- κιθωνίσκος
- κιθωνίσκος, ὁ (Α)ιων. τ. χιτωνίσκος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση τής δασύτητας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιτωνίσκος — ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α υποκορ. τ. τού χιτώνας αρχ. 1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος 2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek